- ροδοπεριχυμένος
- ροδοπεριχυμένος, -η, -ο και ροδοπερίχυτος, -η, -οο περιχυμένος, ο σκεπασμένος με τριαντάφυλλα: Η νεκρή ροδοπεριχυμένη κειτόταν στη μεγάλη σάλα του σπιτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.